- σκιώδεις
- σκιώδηςshadymasc/fem acc plσκιώδηςshadymasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενσκιατροφούμαι — ἐνσκιατροφοῡμαι, έομαι (Α) [σκιατροφούμαι] τρέφομαι με σκιώδεις τροφές, με μάταιες ελπίδες … Dictionary of Greek